- καρφί
- Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της κεφαλής.
Τα κ. κατασκευάζονται από μέταλλα ή κράματα μετάλλων (σίδηρο, χάλυβα, ορείχαλκο, χαλκό κλπ.), από ξύλο, από πλαστικές ύλες κ.ά.
Πολύ γνωστά είναι τα αιχμηρά κ., που χρησιμοποιούνται για ξύλα και οπωσδήποτε για μη μεταλλικά υλικά. Καρφώνονται με την πίεση που ασκεί η κρούση κατάλληλων εργαλείων (σφυρί), ενώ η διείσδυση του κ. διευκολύνεται από τη σφηνοειδή μορφή της αιχμής του. Η τριβή του στελέχους στα τοιχώματα της οπής και η κεφαλή του κ. συγκρατούν μεταξύ τους τα τεμάχια που συνδέονται.
Τα κ. που προορίζονται για τη σύνδεση μεταλλικών μερών έχουν κατά κανόνα κυλινδρικό στέλεχος· εισάγονται σε οπές που έχουν ήδη ανοιχτεί στα τεμάχια και κατόπιν κεφαλώνονται με κρούση στο αντίθετο άκρο της κεφαλής, σχηματίζοντας έτσι μια δεύτερη κεφαλή· τότε τα τεμάχια συγκρατούνται από τις δύο κεφαλές.
Στη βιομηχανία είναι διαδεδομένα ειδικά κ. από χάλυβες ψηλής αντοχής, που καρφώνονται με τη βοήθεια ειδικών πιστολιών ήλωσης (γνωστά στην αγορά ως πιστολέτα). Τα εργαλεία αυτά αποτελούνται από μία χειρολαβή και έναν επικρουστήρα, ο οποίος χτυπά τον εκπυρσοκροτητή ενός φυσιγγίου πυρίτιδας. Με το άναμμα του φυσιγγίου, εξακοντίζεται από την κάνη το κ. που βρισκόταν ήδη τοποθετημένο σε αυτή. Κατά τη χρήση του, το άκρο της κάνης στηρίζεται στην επιφάνεια του αντικειμένου και ο επικρουστήρας ελευθερώνεται με την πίεση της σκανδάλης ή με ένα σφυρί. Χρησιμοποιούνται φυσίγγια ποικίλης ισχύος και κ. αιχμηρά διαφόρων σχημάτων, ανάλογα με το υλικό που προορίζονται να καρφώσουν, δηλαδή τσιμέντο, σίδηρο κλπ. Ένα πιστόλι ήλωσης διαθέτει δύο συστήματα ασφάλειας: το πρώτο εμποδίζει την εκπυρσοκρότηση σε περίπτωση που η κάνη δεν πιέζεται με δύναμη πάνω σε μια επιφάνεια και το δεύτερο αποτελείται από μια μεταλλική προστασία του άκρου της κάνης, που αποτρέπει ενδεχόμενη παρέκκλιση του κ. στην περίπτωση που αυτό δεν καρφωθεί στο προοριζόμενο σώμα. Διαφορετικού τύπου είναι τα κ. για βράχους ή πάγους. Η κεφαλή τους έχει μορφή που επιτρέπει την προσαρμογή ενός δακτυλίου ή τη σύνδεση ενός αγκίστρου, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τα κ. είναι κοίλα.
Τα καρφιά διαφέρουν ως προς το σχήμα, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται.
Τα στοιχεία ενός εμβολοφόρου εργαλείου ήλωσης.
* * *το (AM καρφίον Μ και καρφίν)νεοελλ.1. έξυπνη αλλά και δηκτική απάντηση2. συνεκδ. άνθρωπος που έχει ετοιμότητα και δηκτικότητα στις απαντήσεις3. συνεκδ. καταδότης, προδότης, χαφιές4. (στο βόλεϋ) βολή τής μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο τής αντίπαλης ομάδας5. φρ. α) «καρφί δεν μού καίγεται» — αδιαφορώ τελείως σαν να επρόκειτο για ασήμαντο πράγμαβ) «τά 'κανα γυαλιά καρφιά» — τά κατέστρεψα τελείως, αναστάτωσα τα πάνταγ) «κάθομαι στα καρφιά» — ανυπομονώ, ανησυχώδ) «(βαράει) μια στο καρφί και μια στο πέταλο» — είναι ασταθής άνθρωποςυποστηρίζει αντιφατικές απόψεις ή επιδιώκει τελείως διαφορετικά πράγματαε) «κόβω καρφιά» — κρυώνω πολύ6. παροιμ. α) «τού φτωχού το ήβρεμα (ή βρεσιμιό ή βρέσιμο) ή καρφί ή πέταλο» — τού φτωχού και η τύχη είναι πενιχρότατηβ) «κάθε πόρτα έχει το καρφί της» — κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά τουνεοελλ.-μσν.1. μακρόστενο, συν. μεταλλικό, κομμάτι, αιχμηρό στο ένα άκρο, με κεφαλή στο άλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη στερεή σύνδεση μεταλλικών ή ξύλινων κομματιών ή εξαρτημάτων, ο ήλος, ο γόμφος, η πρόκα2. ο δοθιήν*μσν.φρ. «ἔχω καρφὶν εἰς τὴν καρδίαν» — με στενοχωρεί κάτιαρχ.1. μικρό άχυρο2. στον πληθ. τὰ καρφίατα πλοκάμια τοὺ πολύποδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφ-ίον, (υποκορ. τού κάρφος «ξερό χόρτο, άχυρο». Επειδή τα πρώτα «καρφιά» ήταν ξύλινα, ονομάστηκαν καρφία πιθ. λόγω τού υλικού και τού σχήματός τους (ίσως δηλ. έμοιαζαν με ξύλινα κλαδάκια). Αργότερα η λ. επεκτάθηκε και στα μεταλλικά καρφιά, οπότε εκτόπισε τη λ. ήλος*].
Dictionary of Greek. 2013.